- παρῳχημένον
- παροίχομαιto have passed byperf part mp masc acc sgπαροίχομαιto have passed byperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρωχημένον — παροχέομαι sit beside in a chariot perf part mp masc acc sg παροχέομαι sit beside in a chariot perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελής — ές, Α 1. αυτός που πληρώνει από κοινού με άλλον φόρους («αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῑς οὖσαι ἀπέδοσαν», επιγρ.) 2. αυτός που πληρώνει φόρο σε κάποιον, που είναι φόρου υποτελής σε κάποιον 3. αυτός που συνεργεί σε κάτι 4. μτφ. συνδεδεμένος … Dictionary of Greek